Ένας ενδεικτικός διάλογος του Νικηταρά με τον Κολοκοτρώνη, που θα πρέπει να διαβάσουμε όλοι και κυρίως ΑΥΤΟΙ στους οποίους αναφέρονται οι μεγάλοι Αγωνιστές του 1821, που μετά την Επανάσταση έζησαν μέσα στη φτώχεια τους, αρνούμενοι προνόμια και παχυλούς μισθούς ενώ γύρω τους ο κοσμάκης υπέφερε και η Ελλάδα ήταν συντρίμμια:
Είχε τελειώσει ο Αγώνας κι οι δοξασμένοι αρχηγοί του είχαν αποτραβηχτεί από τις πολεμικές τους ασχολίες και ξεκουράζονταν στα σπίτια τους. Έτσι κι ο θρυλικός Τουρκοφάγος Νικηταράς, φτωχότερος απ’ ότι ήταν πριν αρχίσει η επανάσταση, στο φτωχικό του στον Πειραιά.
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς όταν τον επισκέφτηκε ο δοξασμένος θείος του, ο Γέρος του Μοριά. Καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού οι δυο Στρατηγοί συζητούσαν για τα περιστατικά του αγώνα, όταν ένα τσούρμο από παιδιά της γειτονιάς, μπήκαν στον αυλόγυρο κι άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα για τον ερχομό του καινούργιου χρόνου.
Όταν τελείωσαν τα παιδιά, ο Νικηταράς ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη μερικούς παράδες να τους δώσει, όπως ήταν το έθιμο, γιατί εκείνος δεν είχε.
Ο Γέρος του έδωσε πρόθυμα, αλλά του είπε για να τον πειράξει:
- Δεν ντρέπεσαι να διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος εσύ, με τόσες δόξες; Τι σόι Στρατηγός είσαι τότενες.
Ο Νικηταράς κοίταξε ήρεμα το θείο του και του απάντησε σεμνά:
- Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάνω πραμάτεια το καπετανλίκι μου για να καζαντίσω*!!!
*να καζαντίσω = να κερδίσω, να οικονομήσω.