Γράφει η Titania Matina
Οι αρχαίες αφηγήσεις έβλεπαν την εφηβεία ως φάση έξω- ή προ-πολιτισμική. Οι σχετικές αντιλήψεις με κανένα τρόπο δεν αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής μυθολογίας. Αντίθετα, απαντούν σε όλες τις προ-καπιταλιστικές κοινότητες, όπως σε ινδιάνικες και αφρικάνικες φυλές. Σε κοινωνίες “πρωτογονικές” ή “αρχαϊκές”, όπως συχνά τις ονομάζουμε. Κοινωνίες “σκληρότητας” όπως θα έλεγε ο Antonin Artaud, κοινωνίες “ολικών παροχών” όπως τις είπε ο Marcel Mauss, κοινωνίες δηλαδή που, μέσα από ένα αυστηρό πλέγμα οικονομικών, ηθικών και τελετουργικών σχέσεων, παραχωρούσαν status στα μέλη τους.
Μελέτες της κοινωνικής ανθρωπολογίας δείχνουν πως, σε διάφορους λαούς, η εφηβεία αποτελεί κομβική φάση μετάβασης από την προηγούμενη κατάσταση της παιδικότητας σε μια επόμενη, αυτήν της ενηλικίωσης. Για το λόγο αυτό, φορτιζόταν με ιδιαίτερες ιεροπρακτικές εντάσεις. Σύμφωνα με γνωστή μελέτη του Arnold van Gennep (Rites of passage), το νεαρό άτομο έπρεπε να περάσει μέσα από μια τριμερή διαδικασία. Η πρώτη της φάση ήταν του (δια)χωρισμού (segregation/isolation) κυριολεκτικού ή μεταφορικού από την κοινότητα. Αμέσως μετά, κατά την μετάβαση καθαυτή, το νεαρό άτομο ειδωνόταν με εκμηδενισμένη ταυτότητα (transition/annihilation), σαν να έχει απολέσει δηλαδή όλα τα προγενέστερα χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά της ανθρώπινής του υπόστασης ή και της ζωής του της ίδιας. Κατά τη μετάβαση συνέβαινε ένας θάνατος, βεβαιωμένος και απόλυτος στο συμβολικό επίπεδο, πολύ πιθανός, ωστόσο, και στην πραγματικότητα. Γιατί η διαδικασία κάποιες φορές επέβαλλε την υπαγωγή σε δοκιμασίες και βασανιστήρια ή την πραγματοποίηση κάποιου επικίνδυνου άθλου, αν και είναι αλήθεια ότι οι δύσκολες συνθήκες απομόνωσης, όποτε το πράγμα συνέβαινε έτσι, αποτελούσαν βασανιστική δοκιμασία και άθλο από μόνες τους. Στο τέλος, ερχόταν η επανενσωμάτωση (reintegration) με το νέο status που η κοινότητα εκχωρούσε στα μέλη της.
Τώρα, αν εστιάσουμε στα δεδομένα της ελληνικής αρχαιότητας, θα δούμε ότι, το ευαίσθητο στάδιο της μετάβασης το νεαρό άτομο το διερχόταν κατ’ ουσίαν μόνο του ή με τη συντροφιά ομηλίκων και με τελετουργική εποπτεία, καθώς υπήρχε η πεποίθηση ότι βρισκόταν υπό την προστασία μιας θεότητας. Τα αγόρια, εφοδιασμένα με τα ελάχιστα, έναν χιτωνίσκο, ίσως ένα μαχαιράκι και ελαφρύ ακόντιο, χρειαζόταν να περιπλανηθούν σε επικίνδυνες εσχατιές στα όρια του πολιτισμού, ζώντας απ’ το κυνήγι. Εκεί ήταν που αξιοποιούσαν στοιχεία τα οποία η κοινότητα θεωρούσε εγγενή στην ηβώσα φύση τους, στοιχεία που έπρεπε να βγουν στην επιφάνεια, να εκδηλωθούν και να αναπτυχθούν σε όλο το φάσμα της δυναμικής τους, μέχρι να θεωρηθεί ότι έχουν ελεγχθεί πλήρως, ώστε να επιτραπεί τελικά η επιθυμητή κοινωνική ενσωμάτωση. Έτσι, τα αγόρια αντιμετωπίζονταν και λειτουργούσαν ως παράδοξα πλάσματα της άγριας φύσης που, μέχρι να εξημερωθούν, μπορούσαν –ή μάλλον όφειλαν– να εφαρμόζουν τεχνικές απρόβλεπτες και εν γένει ασύμβατες με τις αξίες που η κοινότητα επέβαλλε στα αναγνωρισμένα μέλη της. Με άλλα λόγια, ο έφηβος, εκφραστής μιας αμφίσημης αγριότητας, έπρεπε να κινείται αθέατος, αφανής, εφαρμόζοντας τις τεχνικές του κυνηγού: τον δόλο και την απάτη. Κι όταν χτυπούσε, δεν είχε την πολυτέλεια της αστοχίας. Η συνθήκη της εφηβείας απαιτούσε ακρίβεια.
Σε αυτά τα στοιχεία εστίαζε το πολύ σημαντικό άρθρο “Le chasseur noir et l’éphébie athénienne” του μαρξιστή μελετητή Pierre Vidal-Naquet. Βασισμένος σε πηγές που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. και μετά (όπως σπαράγματα του ιστορικού Eφόρου και τις Ερωτήσεις του Πλούταρχου) –και που, ωστόσο, απηχούν πολύ αρχαιότερες πεποιθήσεις– εξέτασε έναν μύθο, ελάχιστα γνωστό, όμως αιτιολογικό της τελετουργίας των Απατουρίων μέσω της οποίας οι Αθηναίοι έφηβοι εγγράφονταν ως πολίτες στους καταλόγους των φρατριών τους. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, ο νεαρός Μέλανθος –το όνομά του σήμαινε μαύρο λουλούδι – είχε έρθει πρόσφυγας από τη Μεσσηνία στην Αττική μετά την κάθοδο των Δωριέων και τριγυρνούσε σαν αγρίμι, μακριά από την πόλη. Για να ζήσει κυνηγούσε ολομόναχος στην Πάρνηθα, στη δύσβατη περιοχή της Μελαίνης που αποτελούσε φυσικό σύνορο μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών. Κι εκεί, έπεσε κατά τύχη πάνω στον θηβαϊκό στρατό που ετοιμαζόταν για εισβολή στην Αττική με επικεφαλής το απόλυτο αντίθετο του Μέλανθου στο συμβολικό επίπεδο. Γιατί βασιλιάς των Θηβαίων ήταν ο Ξάνθος, δηλαδή ο ξανθός, ο λαμπρός, ένας πλήρως οπλισμένος πελώριος πολεμιστής. Ο Ξάνθος πρότεινε οι διενέξεις του με τους Αθηναίους να λυθούν με μια μονομαχία του με τον αντίπαλο βασιλιά. Ωστόσο, ο Αθηναίος βασιλιάς ήταν γέροντας κι αδύναμος και κανένας πολίτης δεν προσφερόταν να μονομαχήσει στη θέση του. Προσφέρθηκε ωστόσο ο νεαρός “μαύρος” πρόσφυγας, το “αγριολούλουδο”. Και βγήκε νικητής, σώζοντας την Αθήνα ολόκληρη, γιατί, πριν μονομαχήσει, έκανε δέηση στον Δία ἀπατήνορα –τον Δία της απάτης με τον οποίο συνδέθηκαν εντέλει τα αθηναϊκά Απατούρια– που του έστειλε ως προστάτη του τον Διόνυσο των κυνηγών, έναν Διόνυσο “νυκτερινόν και μελαναίγιδα”, καλυμμένο δηλαδή με μαύρο γιδοτόμαρο, ο οποίος βύθισε τις κινήσεις του νεαρού στην πιο ζοφερή ομίχλη.
Κι άλλες μυθικές φιγούρες υπήρξαν εμβληματικές της εφηβείας. Μια περίπτωση ήταν ο Περσέας, στον οποίο ο βασιλιάς της Σερίφου Πολυδέκτης ανέθεσε να φτάσει ώς τα πέρατα του Ωκεανού για να φέρει το κεφάλι της Γοργούς. Κι εκείνος τα κατάφερε, με τη βοήθεια του Ερμή και της Αθηνάς που του έδωσαν να φορέσει το σκουφί του Άδη από δέρμα σκύλου, την Ἅιδου κυνῆν (Φερεκύδης 26), εκείνο το σκουφί που η παράδοση έλεγε ότι κάλυπτε πλήρως τον φέροντα σε μια μυστηριώδη αχλύ κάνοντάς τον αόρατο (πρβλ. Ιλιάδα Ε 845).
Άλλος φημισμένος έφηβος ήταν ο Ιάσονας, που, κατεβαίνοντας από τους πηλιορείτικους τόπους των Κενταύρων, εμφανίστηκε στον Πελία, κατ’ εκπλήρωση παλιότερου δελφικού χρησμού, δυσοίωνα μονοσάνδαλος και καλυμμένος με δορά αιλουροειδούς, για να αναλάβει να φέρει από χώρα μακρινή το χρυσόμαλλο δέρας που θα του εξασφάλιζε τον θρόνο της Ιωλκού:
“Ήταν γραφτό ο Πελίας απ’ των λαμπρών Αιολιδών τα χέρια
να σκοτωθεί κι απ’ τις αδάμαστες βουλές τους.
Γιατί είχε έρθει παγερή η μαντεία στο δολερό μυαλό του,
που του ’χαν πει πλάι στον ομφαλό, το κέντρο της πολύδεντρης μητέρας γης,
με κάθε τρόπο απ’ τον μονοσάνδαλο να φυλαχτεί,
όταν από τα απόκρημνα λημέρια του
κατέβει στην περίβλεπτη τη γη της ξακουστής Ιωλκού,
είτε ξένος λάχει να ’ναι αυτός είτε και συμπολίτης.
Κι όταν έφτασε η ώρα,
εκείνος ήρθε, έκπαγλος νέος με διπλό κοντάρι,
και πάνω του φόραγε ρούχο διπλό,
ένα το ντόπιο των Μαγνητών που εφάρμοζε στο εξαίσιο κορμί του
κι απάνω του δέρμα λεοπάρδαλης να τον φυλάει απ’ τις ραγδαίες τις μπόρες,
κι άκοφτοι οι πανέμορφοι οι βόστρυχοί του
πέφτανε κυματίζοντας σ’ ολόκληρη την πλάτη.”
(Πίνδαρος, Tέταρτος Πυθιόνικος 71-82)
Και, βέβαια, τρίτος αρχετυπικός ήρωας των εφήβων ήταν ο Ορέστης που, όπως δήλωνε και το όνομά του, αναμενόταν να κατέβει απ’ τα βουνά. Στις Χοηφόρους του Αισχύλου, όταν ο νέος πρωτοεμφανίζεται στην Ηλέκτρα, της δείχνει ως σημάδι αναγνώρισης ένα κέντημα που του είχε εκείνη παλιότερα δώσει, υφασμένο από τα χέρια της με παραστάσεις αγριμιών (θήρειον γραφήν 232), και το οποίο κρατούσε μαζί του όλο τον καιρό της απουσίας του. Κι όταν πια σφάζει την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, τους βγάζει απ’ το παλάτι τυλιγμένους σε δίχτυ κυνηγετικό, επιδεικνύοντάς τους ως θηράματα της τέχνης που του δίδαξε η εφηβεία του:
“Δίχτυ που πιάνουν τα άγρια ζώα ή σκέπασμα
φερέτρου που τυλίγει τον νεκρόν ολόκορμα;
Βεβαίως δίχτυ θα το πεις και δίχτυ κυνηγετικό
και πέπλους που τα πόδια πεδικλώνουν.
Τέτοιο θε να ’χε ένας ληστής που ζει
τους ξένους απατώντας και τα χρήματα των άλλων κλέβοντας,
γιατί ξεκάνοντας τέτοιους πολλούς με απάτη
μεγάλη θα ’νοιωθε χαρά μέσα στα φρένα.” (997-1004, μτφρ. Ερρ. Χατζηανέστη)
Κατά τον μύθο, ο Ορέστης τελούσε υπό την πλήρη εποπτεία, αλλά και κάτω από την κατηγορική προσταγή, του Απόλλωνα, θεού πολύ συχνά γνωστού με το επίθετο Λύκ(ε)ιος. Η συγκεκριμένη επωνυμία εύκολα παραπέμπει στη Λυκία, στην οποία ο θεός λατρευόταν. Ο μύθος που την εξηγεί, ωστόσο, συνδέει τον Απόλλωνα με τους λύκους και την λῦκαν, το αμυδρό φως (επίσης η λατινική ρίζα της λέξης είναι luc-). Ο μύθος διευκρινίζει ότι η έγκυος Λητώ, κατεβαίνοντας από τους τόπους των Υπερβορείων, κινείτο πάντοτε τη νύχτα, υπό το φως της σελήνης και με τη συνοδεία λύκων για να αποφύγει το ζηλόφθονο βλέμμα της Ήρας, αναζητώντας τόπο με πλήρες φως για να γεννήσει. Η Λητώ βρήκε το καταφύγιό της τελικά στη Δήλο, το νησί που δήλωσε (φανέρωσε) τον Απόλλωνα. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι, στην Πελοπόννησο, ιδιαίτερη λατρεία του υπήρχε στην Αρκαδία, σε ζώνη ορεινή και μυθολογικά συνδεδεμένη με τους λύκους και τους εφήβους όπως δείχνει ο Richard Buxton στο άρθρο του “Wolves and werewolves in ancient Greek thought”. Επρόκειτο για τη λατρεία του Απόλλωνα Επικουρείου, του προστάτη δηλαδή των κούρων. Μεγάλος ναός του σώζεται στις Βάσσες –η λέξη σημαίνει τις κοιλάδες– στα υψίπεδα ανάμεσα στα όρη Ελαίο, Κωτίλιο και Λυκαίο, δηλαδή στην περιοχή δράσης του θρυλικού λυκόμορφου γενάρχη των Αρκάδων Λυκάονα, ιδρυτή της αρχαίας πελασγικής λατρείας του Λυκαίου Διός (Παυσανίας VIII 1-2). Ο συγκεκριμένος ναός είχε χτιστεί στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. από τον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα.
Οι παραδόσεις που αναφέρει ο Παυσανίας (VIII 39), ωστόσο, μιλούν για την ύπαρξη αρχαιότερου οικοδομήματος, του όψιμου 7ου αιώνα π.Χ., στην ίδια θέση, το οποίο είχαν αφιερώσει οι γειτονικοί Φιγαλείς στον Απόλλωνα επειδή τους είχε βοηθήσει να ανακαταλάβουν την πόλη τους από τους Σπαρτιάτες το 659 π.Χ., στη διάρκεια του β΄ Μεσσηνιακού Πολέμου. Γιατί, τότε, είχαν πάρει δελφικό χρησμό ότι θα απέκρουαν τον Δωρικό κίνδυνο με την επέμβαση 100 επίλεκτων Ορεσθασίων που, ωστόσο, θα βάδιζαν σε βέβαιο θάνατο. Δεν είναι καθόλου απίθανο λοιπόν η συγκεκριμένη λατρεία του Επικουρείου να είχε να κάνει με εφήβους που ζούσαν σε τόπο ορεινό και γίνονταν αντιληπτοί ως λύκοι. Κατά παράδοση, εξάλλου, οι έφηβοι μοιράζονταν κοινά ήθη με τους λύκους. Αφενός μπορούσαν να υπάρξουν μόνοι στις εσχατιές. Αφετέρου, δένονταν με ακλόνητους δεσμούς με τους συντρόφους τους, για να χτυπήσουν όμως τον στόχο τους με δόλο και κίνηση ακανόνιστη, έτσι όπως το περιγράφει ο Πίνδαρος στον Δεύτερο Πυθιόνικο 83-5:
“δεν έχω θράσος, στον φίλο είθε να ’μαι πάντα φίλος,
μα απ’ τον εχθρό εκδίκηση θα πάρω, μ’ επίθεση αναπάντεχη ωσάν τον λύκο,
δώθε πότε πατώντας, πότε κείθε, σε μονοπάτια φιδωτά.”
(οὔ οἱ μετέχω θράσεος: φίλον εἴη φιλεῖν:ποτὶ δ” ἐχθρὸν ἅτ” ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι,ἄλλ” ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς.)
Το λατρευτικό πλέγμα των Βασσών υποκρύπτει λοιπόν μιαν αντίληψη, μακραίωνα παγιωμένη στο ελληνικό φαντασιακό, περί θηριομορφίας των εφήβων. Σαφέστερη απεικόνισή της ίσως μας έχει σωθεί σε ένα, κατά πολύ αρχαιότερο, σφραγιστικό δαχτυλίδι από την Τίρυνθα που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Το δαχτυλίδι χρονολογείται στον 15ο αιώνα π.Χ. και, στη σφενδόνη του, εικονίζει δωροφόρους που κατευθύνονται προς καθισμένη γυναικεία μορφή, η οποία υψώνει προς την πλευρά τους ρυτό, ενώ πίσω της βρίσκεται ένας αητός. Η επιβλητικότητα της στάσης της γυναικείας φιγούρας ξεκάθαρα μαρτυρεί πως πρόκειται για ιέρεια ή θεά, ενώ οι μορφές που κινούνται προς αυτήν, κρατώντας πρόχους και μικρά ζώα, συνήθως ερμηνεύονται ως κατώτεροι δαίμονες της κρητο-μυκηναϊκής θρησκείας. Κατά την άποψή μου, η όλη σύλληψη και τεχνοτροπική απόδοση της αναπαράστασης του δαχτυλιδιού είναι κατεξοχήν μυκηναϊκή. Και οι εικονιζόμενοι ως δαίμονες δεν είναι άλλοι από εφήβους κατά τη διαβατήρια τελετή. Άλλωστε, παρά τις κτηνώδεις μορφές τους, φαίνονται να έχουν μπράτσα κανονικά, σημαδεμένα με σπειροειδή τατουάζ, συμβολικές ενδείξεις πιθανά της μεταβατικής τους υπόστασης.