Το κίνημα των Γιαγιάδων στην Σάμο και η καταστολή του (6-9 Ιουνίου 1925) (Βίντεο)
Πρόλογος - η πολιτική κίση στο πρώτο μισό του 1925
Το 1925 είχε ξεκινήσει με κακούς οιωνούς για την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου με μια σειρά οικονομικών σκανδάλων σχετικά με καταχρήσεις στις προμήθειες του στρατού που είχαν εκνευρίσει την κοινή γνώμη. Ακολούθησε η απέλαση του Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από τους Κεμαλιστές ως μη έχων νόμιμο διαβατήριο, το αποκορύφωμα των Τουρκικών ενεργειών στην συγκεκριμένη περίοδο για την εξουθένωση της Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης που είχε εξαιρεθεί από την ανταλλαγή πληθυσμών στην Λοζάννη.
Ακολούθησε ένα κύμα απεργιών την Άνοιξη, με πρώτους τους υπαλλήλους του σιδηροδρόμου και στην συνέχεια πολλούς κλάδους δημοσίων υπαλλήλων με οικονομικής φύσης αιτήματα, τα οποία δεν ικανοποιήθηκαν από την κυβέρνηση που αντιμετώπισε τους απεργούς ακόμη και με την βία. Η πολιτική κρίση κορυφώθηκε λόγω της αδυναμίας του Μιχαλακόπουλου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το προσφυγικό πρόβλημα, με αποτέλεσμα όλοι οι πρόσφυγες πληρεξούσιοι της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης να αποσύρουν την στήριξη τους στην κυβέρνηση και με ανακοινώσεις τους στον τύπο να στηρίζουν μια πιθανή Παγκαλική δικτατορία.
Το σκηνικό της πολιτικής κρίσης ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1925 από τις συνωμοσίες ανώτατων στρατιωτικών για την βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης με επικεφαλής τον απόστρατο στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος με συχνή αρθρογραφία του στον Τύπο απειλούσε ανοιχτά την κυβέρνηση με στρατιωτική επέμβαση. Έντονα επικριτικός κατά της κυβέρνησης ήταν και ο Παπαναστασίου με την "Δημοκρατική Ένωση", ενώ τα βασικότερα στηρίγματα της κυβέρνησης εντός της Εθνοσυνέλευσης ήταν ο Καφαντάρης με τους "Προοδευτικού Φιλελεύθερους" και ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Κονδύλης που διατηρούσε αξιοσημείωτη επιρροή στον στρατό. Στις πρώτες ημέρες του Ιουνίου η πολιτική κρίση είχε οξυνθεί περαιτέρω λόγω των φημών για επικείμενη παραίτηση του Κονδύλη (φήμη που έμελλε να επιβεβαιωθεί), αλλά και λόγω των έντονων φημών για πιθανή επέμβαση του στρατού.
¨Ενας ακόμη κρίκος στο Ελληνικό δράμα που ακολούθησε την Μικρασιατική καταστροφή προστέθηκε τα ξημερώματα της 6ης Ιουνίου 1925. Πρωταγωνιστές ήταν οι περιβόητοι τοπικοί παράγοντες της Σάμου Ιωάννης, Κωνσταντίνος και Κίμων Γιαγιάς (η Γιαγάς), βασιλόφρονες και πολιτικοί αντίπαλοι του Θεμιστοκλή Σοφούλη από την εποχή της ένωσης της Σάμου με την Ελλάδα. Οι Γιαγιάδες είχαν τότε υποστηρίξει ότι η Σάμος όφειλε να διατηρήσει κάποια προνόμια αυτονομίας που είχε επί Οθωμανικής ηγεμονίας, συμμετείχαν όμως τελικά ενθουσιωδώς και πρόσφεραν υπηρεσίες για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα, γεγονός που αναγνώριζε δημοσίως και ο ίδιος ο Σοφούλης. Αργότερα στα χρόνια του Εθνικού διχασμού συντάχθηκαν ενεργά με τον Βασιλιά, συμμετέχοντας σε βιαιοπραγίες εις βάρος των Βενιζελικών της Σάμου. Το 1917 τα καταδιωκτικά αποσπάσματα των Βενιζελικών Αμυνητών κατέλαβαν το νησί, βασάνισαν και έκαψαν ζωντανή την μάνα τους για να μαρτυρήσει που κρύβονταν ενώ σκότωσαν τον ένα αδερφό τους Γιώργη δια αποκεφαλισμού και περιέφεραν το κεφάλι του στα χωριά της Σάμου. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα σιδεροδέσμιοι. Ακολούθησε η άμεση απελευθέρωση τους μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, ενώ ο Ιωάννης Γιαγιάς, ο λόγιος της οικογένειας, διορίστηκε σε κρατική θέση στην Ικαρία. Εκ νέου εκδιώχθηκαν από την "επανάσταση του 1922" κι προσπάθησαν τον Οκτώβριο του 1922 να οδηγήσουν τους Σαμιώτες σε εξέγερση για αυτονομία, χωρίς όμως σοβαρό αποτέλεσμα.
Μετά την αποτυχία αυτή είχαν καταφύγει στα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα για να αποφύγουν τις δικαστικές διώξεις που εκκρεμούσαν εις βάρος τους από την εποχή του Εθνικού διχασμού. Οι διώξεις αυτές είχαν ατονήσει τα προηγούμενα χρόνια και μάλιστα φαίνεται πως κάποια από τα αδικήματα είχαν παραγραφεί. Ο εισαγγελέας Σάμου ανέσυρε την δικογραφία των Γιαγιάδων και όρισε την εκδίκαση για τις κατηγορίες που εκκρεμούσαν εις βάρος τους μέσα στον Ιούνιο. Οι Γιαγιάδες όμως απειλούσαν ανοιχτά τις αρχές της Σάμου με εκδίκηση αν επέμεναν στο ενδεχόμενο αυτό, ενώ είχαν μερικούς υποστηρικτές ανάμεσα στους χωρικούς και στους Σαμιώτες. Η είδηση έφτασε μέχρι το Σοφούλη, πρώην πρωθυπουργό και αρχηγό ομάδας πληρεξουσίων στην Εθνοσυνέλευση, ο οποίος ζήτησε από τον υπουργό δικαιοσύνης Τσιτσεκλή να ματαιώσει (!) την επικείμενη δίκη προς αποφυγή μιας πιθανής εξέγερσης. Όταν ο υπουργός αρνήθηκε να επέμβει και επικαλέστηκε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ο Σοφούλης ζήτησε να σταλεί η δικογραφία από την Σάμο στην Αθήνα ώστε να μελετηθεί, καθώς κατά την γνώμη του τα περισσότερα αδικήματα των Γιαγιάδων είχαν παραγραφεί. Τελικώς ο Τιτσεκλής πείστηκε και ζήτησε από τον εισαγγελέα της Σάμου να αποσύρει την δικογραφία, αλλά ήταν πλέον αργά.
Οι Γιαγιάδες ήταν άνθρωποι ιδιαίτερα γενναίοι, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εκτελέσουν το πλέον παράτολμο σχέδιο. Έτσι την νύχτα της 5ης προς 6η Ιουνίου αποβιβάστηκαν μυστικά στον Μαραθόκαμπο όπου ενώθηκαν με λίγους υποστηρικτές τους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι αδελφοί Παντέλογλου. Από εκεί με τρία αυτοκίνητα που έκλεψαν έφτασαν στο Καρλόβασι το οποίο κατέλαβαν σχεδόν αμαχητί λαμβάνοντας οπλισμό από τον σταθμό της Χωροφυλακής, ενώ μετά από μια σύντομη αψιμαχία κατέλαβαν και τις φυλακές, απελευθερώνοντας και εξοπλίζοντας 40 καταδίκους. Αμέσως μετά κατευθύνθηκαν οδικώς στο Βαθύ όπου έφτασαν στις 03.00 τα ξημερώματα. Αιφνιδίασαν τον αρχηγό της Χωροφυλακής Χριστακόπουλο και τους υφιστάμενους του, τους οποίους αφόπλισαν χαρακτηριστικά εύκολα. Στην συνέχεια επιτέθηκαν στο στρατόπεδο του νησιού όπου βρήκαν τους 40 στρατιώτες του να κοιμούνται. Τους αφόπλισαν και τους αιχμαλώτισαν. Με τον οπλισμό από την χωροφυλακή εξόπλισαν τους οπαδούς τους οι οποίοι έφτασαν συνολικά τους πεντακόσιους σε όλο το νησί.
Ουσιαστικά το κίνημα των Γιαγιάδων από ληστρική επιδρομή, είχε εξελιχθεί σε κατάσταση και απρόσμενα είχε επικρατήσει σε όλη τη Σάμο. Οι Γιαγιάδες και οι οπαδοί τους κατέλαβαν την Νομαρχία, το δημαρχείο και το τηλεγραφείο, κατάσχεσαν το δημόσιο ταμείο που είχε 415.000 δρχ ενώ κατέλαβαν και το υποκατάστημα της Εθνικής τράπεζας από το οποίο "απαλλοτρίωσαν" το ταμείο της. Αμέσως μετά με προκήρυξη που υπέγραφαν οι αδερφοί Γιαγιάδες και ο Παντέλογλου κήρυσσαν την αυτονομία του νησιού και ζητούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Σε συλλαλητήριο που κάλεσαν τους Σαμιώτες στο Βαθύ ο Ιωάννης Γιαγιάς ζήτησε την στήριξη των πολιτών για να αυτονομηθεί η Σάμος και να λυτρωθεί από την κακοδιοίκηση, ενώ κατέβασε την Ελληνική σημαία και ύψωσε τις τρεις των δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας). Οι Σαμιώτες δεν ενθουσιάστηκαν με τις εξαγγελίες αυτές, αλλά αντιθέτως έμειναν αμέτοχοι περιμένοντας να εξελιχθεί η κατάσταση. Ο δήμαρχος και οι δικαστικές αρχές είχαν συλληφθεί, ο λιμενάρχης διέφυγε στην Μυτιλήνη ενώ ο Χριστακόπουλος και οι υπόλοιποι χωροφύλακες αφέθηκαν ελεύθεροι να μεταβούν στην Χίο. Οι Γιαγιάδες κήρυξαν επιστράτευση και επειδή δεν προσήλθε κανείς, δωροδόκησαν μερικές δεκάδες χωρικούς που δέχτηκαν να εξοπλιστούν και να τους στηρίξουν στους σκοπούς τους.
Η τελική καταστολή του κινήματος
Στην Αθήνα, οι Αρχές έμαθαν τις εξελίξεις την Κυριακή το πρωί από συγκεχυμένα τηλεγραφήματα από την Χίο και την Μυτιλήνη όπου είχε μεταβεί ο Χριστακόπουλος και ο οποίος ανεβίβαζε τους στασιαστές σε 2000 άτομα. Το νέο έσκασε σαν βόμβα στην Αθήνα και αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για την κοινή γνώμη. Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες κατηγόρησαν τους βασιλόφρονες για την εξέγερση λόγω του πολιτικού παρελθόντος των Γιαγιάδων, ενώ οι αντιβενιζελικές εφημερίδες δεν υιοθέτησαν το κίνημα, αλλά υπογράμμιζαν το πλήρες ξεχαρβάλωμα και την ταπείνωση του κράτους από μια ομάδα ληστών. Είναι αναμφίβολο πως τα νέα αιφνιδίασαν την κυβέρνηση, αλλά ο Κονδύλης, με μεγάλη εμπειρία στην διαχείριση κρίσεων, αντέδρασε ακαριαία κηρύσσοντας τον στρατιωτικό νόμο στο νησί και κινητοποιώντας τον κρατικό μηχανισμό.
Δεν έστειλε καμία μονάδα από την Χίο η την Μυτιλήνη που δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη για την μαχητικότητα τους, αλλά απέστειλε μια μικτή δύναμη 1.0000 ανδρών από τις μονάδες των Αθηνών που ήταν οι πλέον πιστές στην κυβέρνηση, με την στήριξη ενός στολίσκου αποτελούμενου από τα αντιτορπιλικά "Λέων" και "Ιέραξ", "Αετός" και τα ανιχνευτικά "Σφενδονή" και "Βέλος", ενώ δόθηκε διαταγή να ετοιμαστεί και ο "Αβέρωφ" για παν ενδεχόμενο. Η όλη δύναμη τέθηκε υπό τις διαταγές του πλοιάρχου Ιωάννη Δεμέστιχα, ενός ικανού ναυτικού που ενήργησε με ικανότητα, αποκλείοντας το νησί με τον στόλο που διέθετε.
Έτσι, ήδη την Δευτέρα 8 Ιουνίου αποβίβασε δυνάμεις πεζοναυτών και κατέλαβε τον Μαραθόκαμπο. Η απόβαση υποστηρίχθηκε από πυρά των πλοίων, όπως αποδείχθηκε, χωρίς να υπάρχει λόγος, καθώς οι λίγοι στασιαστές είχαν καταφύγει στο εσωτερικό. Ο Δεμέστιχας συνέλεξε πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί και κατάλαβε πως δεν είχε πολλά να φοβηθεί. Μέχρι την Τρίτη το μεσημέρι το Βαθύ, το Καρλόβασι αλλά και όλα τα χωριά της Σάμου είχαν απελευθερωθεί, οι στασιαστές είχαν καταφύγει στα όρη, ενώ ο Δεμέστιχας διεξήγαγε ανακρίσεις για το πως επικράτησε η στάση των Γιαγιάδων ενημερώνοντας την Αθήνα ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος για αποστολή του Αβέρωφ η άλλων ενισχύσεων καθώς το κίνημα των Γιαγιάδων είχε εκφυλιστεί. Οι περισσότερες ένοπλες συμμορίες συνελήφθησαν, αλλά οι Γιαγιάδες κατάφεραν να διαφύγουν στην Μικρά Ασία αποκομίζοντας μια λεία περίπου ενός εκατομμυρίου δραχμών.
Είναι προφανές ότι η Ιστορία των Γιαγιάδων δεν τελειώνει εδώ. Μετά από παροχή αμνηστίας επί Οικουμενικής κυβνέρνησης επιστρέφουν και εγκαθίστανται μόνιμα στην Σάμο και ο Γιάννης συμμετέχει στις εκλογές του 1928 ως ανεξάρτητος υποψήφιος. Συμμετέχουν εκ νέου σε βίαια επεισόδια, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Στην φυλακή οι Γιαγιάδες συνδέονται με μέλη του ΚΚΕ που έχουν συλληφθεί με την διαδικασία του Ιδιώνυμου και μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις προσχωρούν στο κόμμα των Εργατών και ο Γιάννης αρθρογραφεί στον "Ριζοσπάστη". Στις εκλογές του 1933 ο Γιάννης είναι ένας από τους δύο υποψηφίους του ΚΚΕ στην Σάμο, συλλαμβάνεται εκ νέου για κομμουνιστική δράση και φυλακίζεται ως το 1935. Εκεί τερματίζεται και η πολιτική συμπόρευση των Γιαγιάδων με το ΚΚΕ. Το 1935 ο Γιάννης Γιαγιάς δημοσιεύει άρθρο του στην τοπική εφημερίδα των Βασιλοφρόνων "Σάμος" όπου θα καλεί τους φίλους του να στηρίξουν τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄ στο επικείμενο δημοψήφισμα. Η τελευταία μας πληροφορία βρίσκει τους Γιαγιάδες στην κατοχή να αντιτίθενται στο ΕΑΜ και η κομμουνιστική οργάνωση να προσπαθεί αποτυχημένα να τους δολοφονήσει και ο Γιαγιάς μεταπολεμικά να πρωτοστατεί στην εξολόθρευση των αριστερών στο νησί.
Επίλογος
Η επιδρομή των Γιαγιάδων είχε αναμφίβολα ληστρικό χαρακτήρα (φαίνεται πως ούτε την δικογραφία της δίκης τους δεν κατέστρεψαν αλλά την άφησαν άθικτη) και χαρακτήρα αντιποίνων για την προσβολή που υποτίθεται ότι τους έγινε (όπως την αντιλαμβάνονταν οι τρεις υποκινητές του κινήματος), αλλά η απρόσμενη επιτυχία του ακόμη και για τους ίδιους τους Γιαγιάδες, επέτρεψε να λάβει πολιτικό περιεχόμενο. Το σύντομο επιτυχημένο κίνημα των Γιαγιάδων στην Σάμο ανέδειξε το σοβαρό πρόβλημα δημόσιας ασφάλειας που αντιμετώπιζε η νησιωτική Ελλάδα, αλλά και το πλήρες ξεχαρβάλωμα της δημόσιας διοίκησης μετά το ανεπανόρθωτο πλήγμα της Μικρασιατικής καταστροφής. Επίσης ανέδειξε για μια ακόμη φορά την υπονόμευση της νομιμότητας που είχε επέλθει μετά την "επανάσταση του 1922", την εκτέλεση των "έξι" και τα απανωτά στρατιωτικά κινήματα που είχαν ακολουθήσει. Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου που παράπαιε και εμφανιζόταν στην κοινή γνώμη ως αναποτελεσματική, δέχθηκε ακόμη ένα πλήγμα, ενισχύθηκε η υπονόμευση της λίγες μόλις μέρες πρι το στρατιωτικό κίνημα του Παγκάλου που την καθαίρεσε. Οι φήμες ότι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων επιδοκίμασαν το κίνημα, η ότι ήταν Ιταλοκινούμενο για να ενταχθεί η Σάμος στα Δωδεκάνησα δεν πιστεύω ότι έχουν βάση.
Τα κατορθώματα των Γιαγιάδων στην Σάμο έμειναν για πάντα χαραγμένα στην μνήμη της τοπικής κοινωνίας και απαθανατίστηκαν από την λαϊκή τέχνη με ρεμπέτικα τραγούδια του Κώστα Ρούκουνα, αλλά και από τον καραγκιοζοπαίχτη Σπυρόπουλο με την παράσταση: «Οι λήσταρχοι Γιαγιάδες και το κάψιμο της μάνας».